-
1 μέτριος
μέτριος, bei den Att. auch 2 Endgn, mäßig, das rechte Maaß habend, haltend, nicht zu groß u. nicht zu klein, nicht übermäßig; αἰών, βίος, Hes. O. 308, ein Leben, das zwischen großem Glück u. großem Unglück die Mittelstraße hält; μέτριον νῦν ἔπος εὔχου, Aesch. Suppl. 1045, mäßig, bescheiden flehe; vgl. ὅςτις τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει τοῦ μετρίου παρείς, Soph. O. C. 1214; ὦ δύστανα γένη βροτῶν, οἷς μὴ μέτριος αἰών, Phil. 179, von übergroßem Unglück; vgl. οὐ μέτρια πάσχομεν κακά, Eur. Troad. 717; ὄχλος, χειμών, Ion 635 Troad. 683; τῶν μετρίων τοὔνομα νικᾷ, Med. 125; dah. μέτριος ἀνήρ, Ar. Plut. 245, der auch μέτρια καὶ δίκαια vrbdt, Nubb. 1121; μέτριος πῆχυς, ein mittleres Ellenmaaß, das zwischen zu lang u. zu kurz die Mitte hält, Her, 1, 72; οὔτε τοὺς Ἀϑηναίους ἐπὶ μετρίοις ποιήσοντας ἃ προὐκαλοῦντο, unter mäßigen Bedingungen, Thuc. 4, 22; μετρίᾳ ἐσϑῆτι πρῶτοι ἐχρήσαντο, 1, 6, von den Lacedämoniern gesagt, im Ggstz der üppigen u. weichlichen Kleidung der Ionier; φυλακῇ μετρίᾳ τηρεῖν, ib. 30; τὰ μέτρια ἐπιϑεραπεύειν, was Einem zukommt, das Pflichtmäßige, 8, 84; οἱ τὰ μέτρια διενεχϑέντες werden den μειζόνως ἐχϑροί entggstzt, 1, 19; πρὸς τοὺς ὑπηκόους μέτριοι ὄντες, mäßig, billig, gerecht, 1, 77; vgl. Pol. 8, 21, 8; μέτριος λόγος, χρόνος u. vgl., Plat. Phil. 32 a Rep. V, 460 c u. Folgde, gew. als Lob, der sich immer in der rechten Mitte hält, sich nicht durch Leidenschaft über das rechte Maaß hinausführen läßt, u. daher im Freistaat der gute Bürger, der sich nicht über seine Mitbürger od. über die Gesetze erhebt; μέτριος τὸν τρόπον, Din. 2, 8; μ. καὶ φιλάνϑρωπος, Dem. 21, 185; σώφρονα καὶ μέτριον πρὸς τὴν δίαιταν, im Ggstz von ἀσέλγεια τῆς δαπάνης, Aesch. 3, 170; Pol. vrbdt μέτριοι καὶ πραεῖς καὶ φιλάνϑρωποι, 18, 20, 7; τὰ μέτρια καὶ τὰ ἀναγκαῖα, 1, 18, 11; auch τὰ μέτρια τῶν ἀξιουμένων, billige Forderungen, 26, 1, 2; Plut. vrbdt πράξεις τὸ μέτριον καὶ τὸ χρήσιμον ἡμῖν ἐχούσας, de virt. moral. 4; μέτριος καὶ ἰσότιμος, Hdn. 2, 4, 18; neben ἐπιεικής, Luc. Vit. auct. 26. – Adv. μετρίως, mäßig, καὶ σωφρόνως πράττειν, Plat. Rep. III, 399 b; μετριώτατα τῇ ψυχῇ προςφέρειν, im richtigsten Maaße, 412 a; hinreichend, δοκεῖ μοι δεδηλῶσϑαι μετρίως, Phaedr. 277 b, öfter; aber μετρίως γάρ μοι δοκεῖς εἰρηκέναι ist = angemessen, passend, 236 a u. öfter; καὶ οἶμαι αὐτὰ μετρίως ἔχειν, Apol. 39 b; μετρίως προειρῆσϑαι, Aesch. 1, 3; μετρίως φέρειν τι, geduldig, Pol. 3, 85, 9 u. a. Sp.
-
2 δημοτικός
δημοτικός, 1) zum gemeinen Volk gehörig, plebejus, gemein, Xen., der es Ath. 1, 4 mit πονηροὶ καὶ πένητες vrbdt; vgl. Ar. Av. 1584; Arist. pol. 2, 7. 4, 14; νέος καὶ ταπεινὸς καὶ δημοτικῆς ἀγωγῆς τετευχώς Pol. 25, 8, 1; u. Sp. Bei Her. 2, 36 stehen γράμματα δημοτικά den ἱρά entgegen. – 2) dem Volke, der Demokratie ergeben, befreundet, im Ggstz von ὀλιγαρχικός, Plat. Rep. IX, 572 d; Aesch. 3, 207; ὁ δ., der Volksfreund, Dem. bei Din. 1, 44; – σόφισμα δ. καὶ χρήσιμον Ar. Nubb. 205; vgl. Thuc. 6, 28; Arist. Pol. 5, 9; δημοτικόν τι πράττειν Xen. Hell. 2, 3, 39. – Uebh. = menschenfreundlich, καὶ πρᾶος ἐν τοῖς λόγοις Euthyd. 803 d; καὶ φιλάνϑρωπος, Xen. Mem. 1, 2, 60; vgl. Pol. 10, 26; Plut. Oth. 1; τὸ δημοτικόν, die poouläre Gesinnung, Rom. 26; Thes. 17. – Sp. τὰ δημοτικά, = δημόσια, Staatsgeschäfte, z. B. Aleiphr. 1, 4; auch χρήματα, D. Hal. 7, 63. – Den compar. hat Lys. 20, 13 u. Sp., wie Pol. 10, 26. – 3) einen att. Demos betreffend, δεὶπνα, Ath. V, 185 c; ἱερόν, wozu die Bürger eines Demos beitragen, dem δημόσιον entgeggstzt, Dem. 43. 71.
-
3 εὐ-γνώμων
εὐ-γνώμων, ον, von guter Gesinnung, billig, der ein Einsehen hat, Xen. Mem. 2, 8, 6; Arist. Eth. 6, 11 ἡ καλουμένη γνώμη, καϑ' ἣν εὐγνώμονας καὶ ἔχειν γνώμην φαμέν, ἡ τοῦ ἐπιεικοῦς κρί. σις ὀρϑή; ἀκροατῶν εὐγνωμόνων δεησόμεϑα, billige, nachsichtige, Plut. Thes. 1; ἐχϑρὸς εὐγν. καὶ πρᾷος Arat. 10; καὶ φιλάνϑρωπος λόγος Demetr. 5; εὐγνώμονα καὶ δίκαια γράφειν Anton. 79; bei D. Hal. 7, 36 im Ggstz von βίαιος; Agath. 40 ( Plan. 41) εὔγ. πόνημα; einsichtsvoll, klug, Aesch. 3, 170; Plut. u. a. Sp. – Comparat., Andoc. 2, 6; ψεῠδος τῶν ἄλλων εὐγνωμονέστερον, eine ehrlichere Lüge, Luc. V. H. 1, 4. – Adv. εὐγνωμόνως, klug, Xen. Ages. 2, 25 u. oft bei Plut.
-
4 κηδεμονικός
κηδεμονικός, Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend; καὶ φιλάνϑρωπος Plut. adv. Stoic. 32 u. a. Sp.; – τὸ κηδεμονικόν, = κηδεμ ονία, Pol. 32, 13, 12, Muson. Stob. fl. 67, 20. – Adv., κηδεμονικῶς καὶ φιλικῶς, Pol. 4, 32, 4, Luc. Conv. 46 u. Sp.
-
5 φιλ-ανθρωπία
φιλ-ανθρωπία, ἡ, das Wesen, Betragen des φιλάνϑρωπος, Menschenliebe, Menschenfreundlichkeit; Plat. Euthyphr. 3 d; Xen. Cyr. 1, 4,1. 4, 2,10; Dem. 24, 156; Ggstz von ὠμότης Lpt. 109; φιλανϑρωπίαι καὶ ἐγγύαι γίγνονται Dem. 25, 86; εἴς τινα, Pol. 1, 79, 8; πρός τινα, 1, 79, 11; φιλανϑρωπίαν προςάγειν τινί 1, 81, 8; ἡ διὰ τῶν λόγων φιλ. 8, 15, 11; Sp., wie Plut. Lyc. 16 u. oft; Luc. u. A.; D. Sic. 17, 50 sagt χώρα ἐστερημένη πάσης φιλανϑρωπίας, aller menschlichen Cultur entbehrend.
-
6 αὐθ-άδης
αὐθ-άδης, ες (ἥδομαι), selbstgefällig, anmaßend, eigenmächtig, τρόποι αὐϑάδεις καὶ χαλεπ οί Plat. Legg. XII, 950 b u. öfter; vgl. Isocr. 1, 15, wo αὐϑ. διὰ τὸ σκυϑρωπόν dem φρόνιμος entgegensteht; bei Xen. Cyn. 6, 25 steht ein αὐϑ. κύων dem φιλάνϑρωπος entgegen; Aesch. setzt αὐϑάδης φρενῶν dem ταπεινός gegenüber, Prom. 909. Uebh. rücksichtslos, grausam, σφηνὸς γνάϑος αὐϑάδης, die dem Prometheus durch die Brust getriebene Keilspitze, Aesch. Prom. 64; τὸ αὔϑαδες τῆς φύσεως, Rohheit, Pol. 4, 21. – Adv. αὐϑάδως Ar. Ran. 1016; Plut. Thes. 1; αὐϑαδέστερον ἀπεκρίνατο Thuc. 8, 84.
См. также в других словарях:
φιλάνθρωπος — η, ο / φιλάνθρωπος, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. πληθ. ουδ. φιλάνθρουπα Α 1. αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπό του, φιλάλληλος, αλτρουιστής 2. (για τον θεό) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους («ἐν ὀνόματι τοῡ θεοῡ τοῡ ἐλεήμονος καὶ… … Dictionary of Greek
Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε ως μητρόπολη το 1922. Έγινε αρχιεπισκοπή αρχικά το 1954· το 1962 διαιρέθηκε σε τέσσερις μητροπόλεις και το 1968 έγινε πάλι αρχιεπισκοπή. Υπάγεται στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ο αρχιεπίσκοπος Θυατείρων … Dictionary of Greek
ВЕНЧАНИЕ БРАКА — [греч. στεφάνωμα (τοῦ γάμου)], основная часть чина церковного благословения брака в правосл. Церкви и у нехалкидонитов. В античной и эллинистической Греции был широко распространен обычай украшать дом, где проходило брачное торжество, цветами, а… … Православная энциклопедия
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
Αμεδαίος — I (Amedeo). Όνομα Ιταλών ηγεμόνων του οίκου της Σαβοΐας (11ος 15ος αι.). 1. Α. A’(1000 – 1060). Κόμης της Σαβοΐας, γιος και διάδοχος του Ουμβέρτου του Λευκόχειρα, γενάρχη του οίκου, που πρώτος συγκρότησε το φέουδο –αργότερα κρατίδιο– της Σαβοΐας … Dictionary of Greek
Κάρνεγκι, Άντριου — (Andrew Carnegie, 1835 – Λένοξ, Μασαχουσέτη 1919). Αμερικανικός βιομήχανος και φιλάνθρωπος, σκοτσέζικης καταγωγής. Γιος Σκοτσέζου μετανάστη, δούλεψε στις ΗΠΑ πρώτα ως εργάτης σε νηματουργείο και ύστερα ως ιδιαίτερος γραμματέας του Τόμας Σκοτ… … Dictionary of Greek
Αναγνωστόπουλος, Μιχαήλ — (Πάπιγκο Ζαγορίου 1837 – Ρουμανία 1906).Φιλόλογος και φιλάνθρωπος από την Ήπειρο. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1861 ονομάστηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας. Τον ίδιο χρόνο έγινε συντάκτης στην εφημερίδα Εθνοφύλαξ και … Dictionary of Greek